"Ο χρόνος, άκαρδος ξεσπά και ξεριζώνει, τις φλέβες από τη σάρκα, από τα οστά, από το μνήμα, από τη γέννηση κι ως την ανάσταση συνάμα."
ΧΡΟΝΟΣ
Όταν ο χρόνος επισκέπτεται. Σύντροφος ξεχασμένος. Από παλιά, παλιά φαντάσματα, κρυμμένος σε κάτι σίδερα σκουριασμένα. Κάποια της τύχης μας συντρίμμια πάνω σε άλλα πιο παλιά καρφωμένα στα μπερδεμένα κεφάλια μας.
Βολτάρει γύρω από το φράχτη. Με το φακό και τη μπερέτα, ημιτελής, τρέχει γοργά στο ύποπτο στενό. Με σκιές και μάσκες, του ανούσιου, του φαύλου, ως ήρωας επιφανής, δικάζει την ειρήνη. Σπάζει, ρημάζει τριγύρα του ότι απίστευτο και θαυμαστό. Με ένα πτώμα θαμμένο μες στις τύψεις του. Μα ο χρόνος είναι ανήλεος. Ξεχνιέται ώρες στα σκιερά του λιόδεντρα. Εκείθε μόνο βλέπω να κεντρίζει τη ματιά του. Καθώς και ο τάφος τέτοια μοίρα του προστάζει. Πηγαίνει στη μικρή εκκλησιά και στα καντήλια των πιστών, σωπαίνει και προσεύχεται.