Πέτρες τα λόγια μας.
Πέτρες που σαν από παιδιά.
Μας μάθανε να χτυπάμε.
Κι άναβε το στυλό από οργή.
SOUND DESIGN
Η σήψη
(Φωνές και ζάλη.
Οι άνθρωποι γιορτάζουν.
Οι εργάτες βαμμένοι χρώμα μωβ.
Η κυρία βασιλική αντιδρά στο μέλλον.
Δε ζητιανέψαμε το ψωμί μας.
Ο θεός μας το δικαίωσε.
Στόματα και φλόγιστρα.
Πάνω στην πιο περίεργη λάμψη του ήλιου.)
Σε βλέπω πως περιμένεις.
Τα μάτια σου ετοιμοπόλεμα.
Σε ξέρω, όσο εσύ.
Μέσα σου βλέπω ένα παλιό εαυτό δικό μου.
Μα τι στερεύει; Το νερό; Η τροφή; Η φύση;
Ούτε ο πόλεμος.
Η γαλήνη της φωνής σου καρτερική.
Γράμμα προς φίλους πια νεκρούς.
Ξεχασμένος.
Η σκέψη.
Η σκέψη πως σε σέρνει στα στερνά.
Η σκέψη και η αφάνεια.
Η δόξα ζυγίζει τη φύση.
Σα τη πιο νεκρή απάθεια.
Κάποτε ένας άνθρωπος.
Πολλές ιστορίες.
Κυριακάτικες περιέπλεξε.
Ιστορίες αμαρτύρητα παράξενες.
Η ζωή που τον λύτρωσε.
Και ο ήλιος που τον φώτισε.
Τόσο λαμπρός.
Τα βιβλία μας πουλήσαμε.
Πέτρες τα λόγια μας.
Πέτρες που σαν από παιδιά.
Μας μάθανε να χτυπάμε.
Κι άναβε το στυλό από οργή.
Γυρνάς από την κόλαση.
Ψάχνοντας την ακρίβεια της ζωής.
Ο λόγος που σπέρνει.
Σα μαραμένος περιμένει τώρα.
Σα ψοφίμι στο δρόμο.
Που και οι κούρσες αποφεύγουνε.
Μα όμως αλήθεια γνωρίζω να σωπαίνω.
Ταξίδια να ονειρεύομαι. Κι αυτό κρυφά.
Ποια προσευχή να με γλιτώσει πια εμένα;
Ποιο συνονθύλευμα να με δεχτεί;
Ούτε και συ θεέ μου δε θες να με ακούς.
Δεν έχω λόγια άλλα να σου πω.
Μα οι άνθρωποι λογίζονται.
Και κάνουν πράματα άθλια.
Καμιάν αγάπη δε κρατούν.
Δε με απαντούνε.
Τις νύχτες.
Στο μαξιλάρι σκεπτικοί.
Συγκρούονται και μαγκώνουνε.
Στα Ιερά σου αντίκρυ.
Δεν ήταν θρυλικοί τύραννοι.
Μα όπως απόψε.
Προσπαθώ να σε κοιτάξω.
Στου ουρανού τα σκαλοπάτια.
Τι σήψη. Λέω.
Γυρνάω αλλού το βλέμμα.
Δεν ήμουν το αγνό σου αρνί;
Το χαρωπό πιστό σκυλί σου;
Σου φωνάζω. Μη με ξεχνάς.
Μα τίποτα.
Πες μου, εκείνα τα τραγούδια για να ψάλλω.
Πώς να μη μείνω απόψε πάλι δακρυσμένος;
Ο λόγος μου δεν είναι αγαπητός σε σένα.
Πάλι ξεχνάω κι αντιλέγω, φοβάμαι τη σήψη του μυαλού.
Τραγούδια λύπης θλιβερής ακατάπαυτα.
Μα ευχαριστώ ούτε να πω δε ξέρω.
Να ήμουν πουλί θα κούρνιαζα.
Στην ομορφιά σου απέναντι.
Μια σιγανή ευχή θανάτου.
Κι ένα στερνό στο στήθος φυλαχτό.
Και να σιωπώ να μάθω.
Και να σιωπώ να μάθω.
Ποια κοινωνία να υποστηρίζεις;
Ποιον άνθρωπο;
Ποια αντρίκια λόγια;
Και τα δικά μου, λίγα, στενά.
Ποιος κίνδυνος να με καλεί;
Ποιος να με προστατέψει;
Φοβάμαι τόσο δυνατά.
Ντρέπομαι μα σου το λέω.
Τι όμορφη ζωή παρθένα που μου έδωσες.