Ξέρω κάποιους ανήμπορους
Να ζήσουν την αλήθεια.
Κι έτσι το ψέμα θα τους πω
Να τους ευαρεστήσω
ΑΚΟΥΣΤΕ
AΠΟ
ΚΡΑΥΓΕΣ
Μικρή μάχη αντρειεύεις
Την σιωπή ξεφυσάς Και ξεμακραίνεις.
Σαν ξένος ζεις
Στην κόλαση
Και στην δροσιά στη γη.
Σαν φύλο αμάραντο
Ξεραίνεσαι και σπας
Στον ήλιο
Στον βορινό άνεμο.
Και σαν σε ξέντυσε η σιωπή
Νίκησες θάνατο και ψέμα
Και μύρισαν σανξάρια
Στις οδούς της αφής
Και σαν του έρωτα
Οι ασπίδες ξεπροβάλαν
τότε οι φαμίλιες ξεμαθέψαν.
Λωτός επτά ημερών
Κάλεσμα πρώτο από τα δυτικά
Και σιγουριά αφροί στο στόμα
Και στα δόντια ένα τοπίο
Ζωγραφισμένο με αγάπη
Και ένα πόθο άμορφο.
Ψυχονομείο
Πειράματα ερευνών
Καθίκια και φαντάσματα.
Ψυχοσφόροι και ντροπιασμένοι άγγελοι
Ηχούν σε λέξη τραγική κι αμφιλεγόμενη
1+1=χ
Λωτός επτά ημερών
Από την γέννηση και τον αρχέγονο
Λαοί και τύψεις.
Σωσμένοι και μη.
Μόνος άνοιξα το παράθυρο
Και την ηχώ σαν άκουα έλιωνα
Δυο χρόνια νεκροί μου φίλοι
Λωτός επτά ημέρες πριν τη σήψη.
Και σίγουρα είναι λωτοί:
Τα τρυφερά μας ποιήματα
Τα λιγοστά χαμόγελα
Και οι φυλακές
Πόσες Θεέ μου φυλακές να έχω μετρήσει
Πόσες Χριστέ μου φυλακές έχω διαλέξει
Και οι ημέρες οι αμέτρητα ατελείωτες
Και οι ατέλειωτα αμέτρητες.
Νόμοι τελειότητας
Σχολεία στρατοί ψυχιατρεία φυλακές
και θάνατος σαν σου έγραψα το τελευταίο αντίο:
να γερνάς και να επιστρέφεις
στου ήμερου ανδρός τα κρίνα και τους φίλους.
Στην λυγαριά να ζυγίζεις τα υπέρ
Και όλα στον πλάτανο τα άλλα.
Και σαν φοβάσαι να ρωτάς
Την όψη για την ρώγα
Παράλληλα να χαίρεσαι
Του αγριολίβανου τα μπόλια
Και των ουλών σου τα χαμένα
Να ξεχνάς να γίνεις λόγος.
Την ζωή και τα οργά συκώτια
Το κρέας της καρδιάς την λύπη
Στο νου να μετράς σαν λύκος
Και σαν το αγρίμι πιο μακριά
Σαν πέτρα να πετάς
Στα δάση στις ερήμους.
Και όταν οπλίζεις σαν τρελό
Της μέρας το αστείο.
Δυο γενιές κι αν έθαψες
Και στο σκοτάδι αν δείχνεις.
Εγώ είμαι θα ‘λεγα ο τρελός
Εγώ ο αντιπλασμένος.
Και αν τα παιχνίδια του μυαλού
Είναι ξύπνια παιχνίδια.
Το τέλειο να μην ξεχνάς
Είναι η ζωή του άλλου
Και η τελική αυτή βολή
Αν είναι κρέας η δόντι.
Το κρέας θα ‘λεγα ποτέ μη βάλεις μες στο πιάτο.
Το δόντι ξέχνα το παλιό
Και βρες άλλο μεγάλο.
Του κόσμου αυτού που θέριεψε
Και της ζωής που φεύγει.
Αν με φοβάσαι εξήγα με
Στα δυο μικρά παιδιά σου.
Και άσε τα να σε εξηγούν
Σε δυο μικρούς πιο νέους.
Κι αν έχεις ύδωρ και ηχώ
Έχω ένα ντελάλη.
Που φωνασκεί τα όσα δει
Και όταν τα δεις ματώνει.
Και μόνο που τα ρούχα τους
Δεν διάβασαν τι γράψαν.
Και αγαπώ τα ποιήματα Ρεμπώ και Καββαδία.
Μανόλη μου και ποιητές
Των ρόδων παν στην πλάση.
Και την οικεία μου κραυγή
Ξεχνώ και πάω να τρέξω.
Ξέρω κάποιους αλκοολικούς
Φονιάδες και βιτσιόζους.
Που θα φοβούνται τον τρελό
Μα και τον σώφρονα άνδρα.
Που νύχτες κάνουν να φανούν
Και διώχνουν τους αλήτες.
Και τους μικρούς τους φίλους τους
Τους κάνουν άγιους και σοφούς.
Ξέρω κάποιους αλκοολικούς Ποιητές από το Αλγέρι
Που νιώθουν τόσο μόνοι τους στην τρέλα αυτή που νιώσαν.
Βαρκάρηδες και αμαξωτές
Φιλόλογοι δασκάλοι.
Που σαν την πέτρα θα κρουγείς θα βρεις χιλιάδες μέσα.
Χαζεύουν τα βιβλία μας
Και όταν δεν βρουν και λάχει.
Μας λεν τρελούς
Και δίχαλο η γλώσσα τους πηγαίνει.
Μα σαν τους δεις να ροβολούν Μες στων καιρών τις στράτες.
Δυο χιλιάδες ψέματα κρύβουνε μες στην τσέπη.
Ξέρω κάποιους ανήμπορους ανθρώπους να γελάσουν.
Να δουν τον ήλιο και τη γη
Το πράσινο χορτάρι.
Ξέρω κάποιους ανήμπορους
Να ζήσουν την αλήθεια.
Κι έτσι το ψέμα θα τους πω
Να τους ευαρεστήσω:
"Ήταν ο ψεύτης ποιητής
Και η κοιλάδα ξένη.
Και ο άνθρωπος και ο Θεός
Τα είχανε ξεχάσει.
Είδα μια τηλεόραση παλιά
Του Philo Farnsworth.
Που τις γιαγιάδες μου έκανε
Να σκαν από τα γέλια.
Είχα στο πορτοφόλι μου Ένα κιλό δεκάρες.
Τις είχα και τις μέτραγα Να μοιάζουνε σαν λόγια.
Και λόγια ήτανε σοφά
Οι γλιστερές δεκάρες.
Και ήτανε οι άνθρωποι τόσο
Κακοί και ψεύτες.
Και όταν κρυβόταν μια φορά
Κρυβόμουνα εγώ δέκα.
Και όταν βηχούσαν στον καημό
Εγώ έκλαιγα στο κρύο."
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ
No comments :
Post a Comment