Αυτός ο τόπος είναι ο μόνος μας φίλος.
Ο μόνος μας εχθρός και η μόνη μας ενότητα.
AKOYΣΤΕ ΕΔΩ: FEVER NIGHTMARES SHADOWS AND VOICES
- OΡΙΑ -
ΤΟ ΚΑΛΑΝΤΑΡΙ
(μια περασμένη νύχτα, μακρινή, στη γαλήνια αχυρένια κρυψώνα του).
Κάποια δικά σου χαρισμένα ροζ τριαντάφυλλα.
Ήτανε οι κόποι της ζωής μας.
Ξανά να θυμάσαι πως οι άγγελοι χαμογελάσανε.
Στο τέλος της τραγωδίας αυτού του ξεχασμένου ονείρου.
Μία ψιχάλα με σύνδεσε με τον ντροπαλό εκείνο δράκο.
Σα να έβηχε, όταν κρυώναμε σε κείνες τις υγρές γωνίες της πλατείας.
Θυμάμαι τα πορτοκαλιά σου πέτρινα χέρια:
Πανιά λευκά τα δυο σου τρυπημένα χείλη.
Σαν τα κλεμμένα τετράδια μας, τα σπασμένα στυλό και άλλα πολλά.
Πες: ποιος τα θυμάται τώρα.
Μα μη μου πεις πως δεν ξεχάσαμε
Ο δίσκος με τα κίτρινα χαπάκια ετοιμαζόταν.
Έθισε την κάθε προοπτική και ζάλιζε.
Χρόνια ετοιμαζόταν για αρρώστους.
Μου είπες μια μέρα πως ήμουνα πια ευτυχής.
Τι άλλο θα έλεγες μέσα από την αδιαφορία σου;
Η αγκαλιά σου γεμάτη τριαντάφυλλα.
Και οι παιδικές σου ασθένειες ξεμέθυστες.
Για τι να μιλήσουμε τώρα;
Για την ζωή;
Για ποιο αντίκρισμα;
Για τους επόμενους χειμώνες;
Για
τα καινά τα ρούχα μας;
Μήπως για τις κόψεις των ιερών σπαθιών;
Για τους καινούς σας βασανιστές θα απαντήσετε;
Και όμως «εμείς»
-αν μας χρειάζεστε ακόμα-
θα κλείσουμε το βέτο μας.
Θα ξεχυθούμε στους διαδρόμους μας.
Στα άγια σπιτικά μας.
Και σεις με πράσινες ιδέες.
Θα φάτε ένα τοστ μες στην σπηλιά την βρωμερή.
Θα πιείτε ένα δάχτυλο ουίσκι. Μες στην σπηλιά την βρωμερή.
Αυτόκλητοι μονάρχες του εαυτού σας.
Να νιώθετε σαν χοίροι μέσα στην άγια ηρεμία.
Σα γνώστες μπροστά στο Θεό σας.
Και τι μας έλειψε;
Ξερό ψωμί
μας τάισαν οι μανάδες μας.
Και ξένοι σαν διαβαίναμε την πόρτα.
«Με άλλαξε η ζωή» μου πες μια νύχτα.
Και όμως εσύ δεν την άλλαξες.
(εκείνο το καλοκαίρι που σημείωσα αυτές τις σκέψεις.
Μέσα σε αυτό το νοερό προσευχητάρι.
Μέσα στην κάψα την βαριά και την φωτιά της γης.
Της κόλασης του ψεύδους και του πάθους.
Ήταν το καλοκαίρι το βουβό.)
Και πως την φωτιά;
Πως πες την φλόγα;
Πως πες φωτιά και φλόγα να αποφύγω;
Το παθιασμένο μου κορμί;
Που την ζήση μου καίει και,
Αχόρταγο και ντροπιασμένο.
Πώς να το αφήσω;
Πώς
να το ξεχάσω;
Τι να πιστέψω τι;
-Θρήνος ή λογική άπνοια;-
Στο τέλος αποφάσισε η καρδιά.
Ήταν ο λόγος ύπαρξης.
Ήταν η μόνη λογική.
Και όταν η λογική έχει όρια είναι λογική.
Όταν υπάρχει πλέον η καταλυτική τελειότητα.
Να ξέρεις πως μιλάς σε κάποιον πάντα.
Δεν υπάρχει μοναξιά σε αυτόν τον τόπο.
Αυτός ο τόπος είναι ο μόνος μας φίλος.
Ο μόνος μας εχθρός και η μόνη μας ενότητα.
No comments :
Post a Comment